- προσηλυτιστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει στον προσηλυτισμό (α. «προσηλυτιστική δράση» β. «προσηλυτιστικά βιβλία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσηλυτιστικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει στον προσηλυτισμό: Προσηλυτιστικά έντυπα. – Προσηλυτιστικά φυλλάδια κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)